- λογοπείθεια
- λογοπείθεια, ἡ (Α)1. η πειθώ που επιδιώκεται ή επιτυγχάνεται με λόγια2. η πίστη σε φήμες ή σε κουτσομπολιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < *λογοπειθής < λογο-* + -πειθής (< πείθομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek